Τρίζουν οι σκέψεις, κεριά που ξεψυχούν
στην πνοή του λυγμού, μύρο που στάζει καυτό στις πληγές,
μυστικές κατακόμβες με θεούς σκονισμένους
Στοχασμός σαν μια αιωνιότητα,
παράδεισος και κόλαση,
ζωή και θάνατος σε σελίδες λευκές·
έκλεισαν οι πόρτες της Εδέμ
και το σκουριασμένο αντικλείδι
μόνο με τη σκουριά ταιριάζει
Τρίζουν οι σκέψεις, διστάζουν μα ομολογούν,
γίνονται ακραίες, δικάζουν και δικάζονται,
γίνονται φλόγες·
κι εκείνη η λοξή ματιά που πάντοτε δεσπόζει,
κι εκείνος ο συνήθης ύποπτος του σκοταδιού,
αδέλφια του Ιούδα· το φιλί που παγώνει
Ολισθηρός ο χρόνος του λογισμού, σαν μια σταγόνα,
μια στιγμή ντυμένη στο κόκκινο, σαν πόρνη,
ένα κομμάτι πάγου που λιώνει σ’ένα ποτήρι φωτιά
κι ο λόγος ένα αγκάθι στα χείλη
στην πνοή του λυγμού, μύρο που στάζει καυτό στις πληγές,
μυστικές κατακόμβες με θεούς σκονισμένους
Στοχασμός σαν μια αιωνιότητα,
παράδεισος και κόλαση,
ζωή και θάνατος σε σελίδες λευκές·
έκλεισαν οι πόρτες της Εδέμ
και το σκουριασμένο αντικλείδι
μόνο με τη σκουριά ταιριάζει
Τρίζουν οι σκέψεις, διστάζουν μα ομολογούν,
γίνονται ακραίες, δικάζουν και δικάζονται,
γίνονται φλόγες·
κι εκείνη η λοξή ματιά που πάντοτε δεσπόζει,
κι εκείνος ο συνήθης ύποπτος του σκοταδιού,
αδέλφια του Ιούδα· το φιλί που παγώνει
Ολισθηρός ο χρόνος του λογισμού, σαν μια σταγόνα,
μια στιγμή ντυμένη στο κόκκινο, σαν πόρνη,
ένα κομμάτι πάγου που λιώνει σ’ένα ποτήρι φωτιά
κι ο λόγος ένα αγκάθι στα χείλη
©Μανώλης Μεσσήνης