Δέηση


Γεννήθηκα σε μια χώρα με βαθύ ουρανό και λαμπερό ήλιο
κι όμως, είδα
μάτια θολά να τρέμουν πίσω απ'τα κλειστά παράθυρα,
μάτια να λαχταρούν ζωή,
μάτια να ιστορούν τη μοναξιά της γης μου΄
κι έγινε ο λόγος μου άυλος ψίθυρος
και το κορμί μου διάφανο σύνορο,
αδύνατο ν'αντέξει τ'ανθρώπινα που σείονται
Ποια μέτωπα να ξεπλύνω
και ποια στήθη να γυμνώσω;
Σε ποια χέρια τα χέρια μου να τρίψω
και σε ποια σπλάχνα το πάθος μου να βυθίσω;
Από ποια μάγουλα να πάρω το δάκρυ να το διαλύσω
στη συνείδηση της γης μου;
Δεν αντέχω πια να ξοδεύω την οδύνη μου
πλέκοντας το ένδυμα κάποιας υψηλής αλήθειας,
μακάρια συνομιλώντας με την ατελεύτητή μου πτώση
Μια έκρηξη αναμένω, μια έκρηξη που θα'ναι αρχή,
σαν φτεροκόπημα πουλιού,
σημαίνοντας τον θάνατο ενός ξεπερασμένου κόσμου
Μια έκρηξη
που να μπορεί να γίνει στάλα στοχασμού
που να μπορεί ν'ανάβει τους κόρφους της γης και τ'ανοικτά της σκέλη
που να μπορεί να δίνει φωτιά στον άνθρωπο να πιει σε ψηλό ποτήρι
Μια έκρηξη αναμένω, κι έναν κόσμο έφηβο
να με ξαναγεννήσει
© Μανώλης Μεσσήνης