Αυτός που πιάνει να γράψει κάτι, αυτός που για λίγες στιγμές βρέθηκε σε κάποιο κενό του τρομακτικού στροβίλου της εξέλιξης, αυτός που για λίγες στιγμές δεν τον απασχολεί ούτε το τραπέζι, ούτε το κρεβάτι, και γίνεται ένας μεγάλος μεγεθυντικός φακός, που χάρη σ΄αυτόν μπορεί να δει και ο πιο πολυάσχολος θνητός τις πραγματικές αξίες των γήινων υπάρξεων σε όλο τους το μεγαλείο, σε όλη τους τη δόξα και τέλος σε όλη τους την τραγικότητα, εμπρός στην αδυσώπητη τροχιά της μοίρας του. Αυτός ο άνθρωπος (με όλες τις συνέπειες της έννοιας άνθρωπος), προσπάθησε και βρήκε για λίγες στιγμές κάποια απήνεμη γωνιά μες στις καταιγίδες… και αποκεί προσπαθεί να περιγράψει το ταξίδι ενός πλεούμενου, που η μοίρα το΄ριξε να ταξιδεύει στον τρικυμισμένο ωκεανό της ζωής, που σ΄αυτόν τον άνισο αγώνα, ο αδύνατος χάνεται, σβήνει και ξεχνιέται με τέλος λίγα ξύλα, λείψανα του πλεούμενου, και ίσως με αποτέλεσμα, κάποιο ανθρώπινο υπόλειμμα, να σφραγίζουν τη “μηδαμινότητα” της ανθρώπινης ύπαρξης.
Και λέω προσπαθεί, γιατί κι αυτός ζει μες στις ίδιες καταιγίδες που τυραννούν το πλεούμενο, και μ΄ένα γύρισμα των ανέμων, από θεατής βρίσκεται πρωταγωνιστής ενός δράματος. Ίσως η απήνεμη αυτή γωνιά μετατραπεί σ’επίκεντρο ενός τυφώνα. Με την αγωνία αυτού του ανθρώπου, κάθισα να γράψω, με την ελπίδα ότι ο φακός που θα δημιουργήσω και θα τον στρέψω προς την αμείλικτη πραγματικότητα, ίσως μπορέσει να συγκινήσει κάποια… αεροδυναμική κούρσα (δεν λέω ψυχή γιατί στο μοντέρνο λεξικό η κούρσα σημαίνει το παν) και κατορθώσω κι αποσπάσω έστω κι ένα βλέμμα.
Γιατί, στο κάτω-κάτω, ένα βλέμμα στη σημερινή κοινωνία, σ΄ένα πνευματικό έργο, είναι μεγάλος κόπος.
Μανώλης Μεσσήνης