σου μιλάω... σου μιλάω...

Άκουσέ με!
Η φωνή μου χαρακώνει τον παγωμένο άνεμο
Μες στον απέραντο χώρο τ’ουρανού
ηχούν τα τύμπανα της θλίψης μου
Άκουσέ με!
Η φωνή μου θρυμματίζει τα σύνορα της νύχτας
για να φτάσει σ’εσένα

Μην αρνηθείς!
Κινούμαι μες στη σιωπηλή έκσταση,
σου το μαρτυρά η ματιά μου,
που χαϊδεύει την πυκνή μοναξιά
για να σ’αγγίξει,
μην αρνηθείς… μην αρνηθείς…

Δώσε μου τη στιγμή της ανατολής
που μόλις ξύπνησε στο στήθος σου,
να θυμηθώ το φως,
να θυμηθώ την όψη του κόσμου –
κοίταξέ με,
να αισθανθώ πως υπάρχω

Τώρα,
ο ήλιος φωτίζει τα σμήνη των πουλιών
πάνω από τα σύννεφα –
τώρα,
η νύχτα κεντά τις αισθήσεις
πέρα από την οδύνη,
κι εγώ σου μιλάω -
σου μιλάω - σου μιλάω…
μην αρνηθείς τη φωνή μου,
δέξου την…
όπως τα κοχύλια στην υδάτινη νάρκης τους
χωνεύουν τα ρίγη των βυθών,
φύλαξέ τη στη μνήμη σου κρυφά,
σαν ένα πουλί που ονειρεύτηκε τον ήλιο
και ξύπνησε μες στην απόλυτη νύχτα
κι άκουσε τη φωνή του έτσι μετέωρη,
έτσι μακρινή μες στο χάος,
έτσι παράξενη

Όλα, όλα
κυρίαρχα είναι
Και τα πουλιά που ονειρεύονται,
και οι άνθρωποι που χαίρονται
και αυτοί που πονούν,
και η φωνή μου –
ως και η φωνή μου ακόμα…

Μα, πιο πολύ, πιο πολύ
εσύ μπορείς
στην αίσθηση των πραγμάτων μου
να κυριαρχείς
Και στην ανατολή,
και στη νύχτα,
και στη σιωπή –
Εσύ!

Άκουσέ με!
Μην αρνηθείς τη φωνή μου,
δέξου την
να αισθανθώ πως υπάρχω

Τώρα,
η νύχτα ξημερώνει γαλαξίες μακριά,
κι εκείνα τα σύννεφα –
κι εκείνα τα σύννεφα…
σκεπάζουν το στεφάνι του ορίζοντα,
αραιώνουν τους φθόγγους
ανασαίνοντας τη νίκη τους
στα μαύρα τους πνευμόνια
Τώρα,
ο άνεμος παγώνει το μέτωπό μου,
η ματιά μου είναι θολή
ραμμένη στη γη –
πώς να λυγίσει τον χώρο να σ’αγγίξει;

Κι όμως,
άκουσέ με –
σου μιλάω
σου μιλάω. σου μιλάω…

© Μανώλης Μεσσήνης