Σ’ένα μακρόστενο δωμάτιο,
–πελώριο στόμα στο πρόσωπο της πόλης–
η πόρτα έκλεισε
Ξαπλωμένη η γυναίκα
γυμνή πάνω στη λευκή γλώσσα του κρεβατιού
Τα στήθη της σαν δυο αυγά,
γέμισαν τις κοκάλινες θήκες των χεριών του
Οι τοίχοι ανεβοκατέβαιναν
Το ταβάνι γινόταν πάτωμα
και τα ξύλα του παρκέ μάτια πατημένα, θαμπά
Ένα αυτοκίνητο ακούστηκε
Γύρνα, της είπε
Το πρόσωπό της τσαλάκωσε πάνω στο λευκό σεντόνι
Μύριζε ανδρικό εσώρουχο
Κάποιος απ’τον δρόμο σφύριζε
Άνοιξε τα μάτια
Ένα κουνούπι πατημένο στη φτέρνα του τοίχου,
κι ο λεκές κίτρινος στο σεντόνι
Το χέρι του τράβηξε τα μαλλιά της
Η ώρα πέρασε απ’τα μάτια της μπροστά
Τέσσερις και πέντε
“Πέντε και πέντε πρέπει να φύγω”, σκέφτηκε
Κρυώνει η γυναίκα
Γυμνή στη φούχτα του κρεβατιού
συλλογίζεται :
“Όταν χαμηλώνουν τα φώτα της πόλης
βουλιάζουν οι συνειδήσεις
Τ’αχίνια των ματιών κλείνουν
και εισέρχονται οι άνθρωποι
στις βραχώδεις σπηλιές των ίσκιων
Μέσα εκεί, η σιγαλιά των βυθών
Μέσα εκεί, τα σώματα αιωρούνται
σαν τεράστια πολύχρωμα ψάρια,
και ο ήλιος πήζει τις διάφανες ακτίνες του…”
Ο τοίχος μακρύς,
σμίγει στ’ακρόχειλο με το ταβάνι
Γράφει μια άσπρη φωτεινή γραμμή
Το χερούλι της ντουλάπας είναι στραβό
Το χαλί έχει ξεφτίσει στις άκρες
Κενό. Ένα τεράστιο κρύο κενό
Πλατύ κενό, μέσα της
Πλησιάζει στο παράθυρο η γυναίκα
Σηκώνει το βλέφαρο της κουρτίνας
Το φεγγάρι τρεμοπαίζει,
σαν μάτι μεθυσμένου
Στην πόλη τα φώτα έσβησαν
Και οι χλιαρές συνειδήσεις
Μόνο τα μάτια από τους αόρατους φεγγίζουν,
αντανάκλαση των ζωντανών
Το δωμάτιο σκοτεινό
Το πάτωμα θαμπό
Ταπεινώνουν τα μάτια της γυναίκας
Πέντε και δεκαοκτώ
Η πόρτα έκλεισε
© Μανώλης Μεσσήνης